- παραψίς
- -ίδος, ἡ, Αβλ. παροψίς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παροψίς — και παραψίς, ίδος, ή ΜΑ μεγάλο πιάτο, πιατέλα (α. «εἴσω ποικίλων παροψίδων», Αλεξ. β. «τὸ ἔξωθεν τοῡ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος», ΚΔ) αρχ. εκλεκτό έδεσμα ή ποικιλία εδεσμάτων εκτός από το κύριο φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄψον «τροφή,… … Dictionary of Greek